ομφάκη

ομφάκη
ὀμφάκη, ἡ (Α) [ὄμφαξ]
πικρός και ξινός οίνος που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὀμφάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀμφάκην — Ὀμφάκη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀμφάκης — Ὀμφάκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντίφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ρόδιος από τη Λίνδο, που ίδρυσε την πόλη Γέλα στη Σικελία, μετά από εντολή της Πυθίας «πλειν εφ’ ηλίου δυσμάς και Γέλαν πόλιν οικίσαι», μαζί με τον Γέλωνα από την Τήλο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, με τον Έντιμο από την Κρήτη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”